- σχοινοπλόκος
- ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Ααυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινοπλόκοι — σχοινοπλόκος maker of rush ropes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοπλόκου — σχοινοπλόκος maker of rush ropes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοπλόκῳ — σχοινοπλόκος maker of rush ropes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλωστρόφος — ο (Α καλωστρόφος) αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος, σχοινο στρόφος] … Dictionary of Greek
ξάσμα — το (Α ξάσμα, ατος) ξασμένο μαλλί νεοελλ. η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. παρακμ. ἔ ξασ μαι) + κατάλ. μα (πρβλ. ύφασ μα)] … Dictionary of Greek
σχοινιοπλόκος — ὁ, Α Βλ. σχοινοπλόκος … Dictionary of Greek
σχοινιοστρόφος — και σχοινοστρόφος, ὁ, Α 1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος 2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού 3. (κατ επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό 4. το φυτό κάναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + στροφος (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
σχοινιοσυμβολεύς — έως, ὁ, Α σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + συμβολεύς (< συμβολή)] … Dictionary of Greek
σχοινιοσύμβολος — ὁ, Α σχοινοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + σύμβολος (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκία — η, Ν [σχοινοπλόκος] η τέχνη του σχοινοπλόκου, η τέχνη κατασκευής σχοινιών … Dictionary of Greek